συνεστίαση

συνεστίαση
η
γεύμα στο οποίο παίρνουν μέρος πολλοί: Στη συνεστίαση των μελών του κόμματος θα μιλήσει ο αρχηγός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συνεστίαση — η / συνεστίασις, άσεως, ΝΜΑ, και συνεστίη Α [συνεστιῶ] το να μετέχει κάποιος στο ίδιο γεύμα, να παρακάθεται σε γεύμα μαζί με άλλους νεοελλ. γεύμα με πολλούς καλεσμένους …   Dictionary of Greek

  • αναστενάρια — Σύνολο τελετουργικών πράξεων θιασικής λαϊκής λατρείας· οι μύστες αυτής της λατρείας ονομάζονται αναστενάρηδες. Η λέξη προέρχεται από την πρόθεση ανά και τη μεσαιωνική λέξη ασθενάριον. Σήμερα, τα δύο κύρια κέντρα όπου έχουν επιβιώσει τα α. είναι ο …   Dictionary of Greek

  • ανδρώνας — ο (Α ἀνδρών, ῶνος) αρχαιολ. 1. το χρησιμοποιούμενο για τη διαμονή και συνεστίαση τών ανδρών διαμέρισμα τού σπιτιού 2. η μέσαυλος νεοελλ. βοτ. το σύνολο τών στημόνων άνθους …   Dictionary of Greek

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • γεύμα — και γέμα και γιόμα, το (AM γεῡμα, Μ και γεῡσμα και γέσμα) η τροφή, το φαγητό μσν. νεοελλ. 1. το πρόγευμα 2. το μεσημεριανό φαγητό, το κύριο γεύμα τής ημέρας νεοελλ. 1. η απαραίτητη ποσότητα τροφής που καταναλώνει κανείς («τρία γεύματα την ημέρα») …   Dictionary of Greek

  • κοπίδα — η (Α κοπίς, ίδος) [κοπή] 1. κοπίδι 2. μτφ. καυστικότητα, οξύτητα, δριμύτητα («ὁ δὲ Δημοσθένης... ἀνισταμένου... Φωκίωνος εἰώθει λέγειν, ἡ τῶν ἐμῶν λόγων κοπὶς πάρεστιν », Πλούτ.) αρχ. 1. μεγάλο μαχαίρι ή πέλεκυς, ιδίως τού μάγειρα ή τού κρεοπώλη… …   Dictionary of Greek

  • μπανγκέττον — και μπακέττο και πανγκέττον, τὸ (Μ) συμπόσιο, συνεστίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banchetto] …   Dictionary of Greek

  • συμπόσιο — το / συμπόσιον ΝΜΑ [συμπότης] 1. συνεστίαση με ποτό πολλών μαζί ατόμων, κοινό τραπέζι (α. «χρὴ δ ἐν συμποσίῳ κυλίκων περινισσομενάων ἡδέα κωτίλλοντα καθήμενον οἰνοποτάζειν», Φωκυλ β. «τὴν πρὸς ἀλλήλους ἕνωσιν ἐν κελλίοις καὶ τὰ συμπόσια ἀποτρέπω» …   Dictionary of Greek

  • συνεστίη — ἡ, Α ιων. τ. βλ. συνεστίαση …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”